- δύνωνται
- δύναμαιto be ablepres subj mp 3rd plδύ̱νωνται , δύω 2cause to sinkpres subj mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύνωντ' — δύνωνται , δύναμαι to be able pres subj mp 3rd pl δύ̱νωντι , δύω 2 cause to sink aor subj act 3rd pl (doric) δύ̱νωντι , δύω 2 cause to sink pres subj act 3rd pl (doric) δύ̱νωνται , δύω 2 cause to sink pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POLLEX, a POLLENDO — quod vi et potestate inter coeteros digitos polleat; Graecis proin ἀντίχειρ, quasi manus altera dictus; apud Antiquos multum venerationis habuit: Minervae una cum reliquis digitis consecratus. Significabant autem diversô eius gestu varios animi… … Hofmann J. Lexicon universale
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… … Dictionary of Greek
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek